- ἐλάζετο
- λάζομαιseizeimperf ind mp 3rd sgλάζωimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεδριώ — ἐφεδριῶ, άω (ΑΜ) [εφέδρα] (αντί εφεδρήσσω*) βάζω κάποιον να καθίσει («γέροντα ἐλάζετο χειρός, καὶ μιν ἐφεδριάασκεν», Τζέτζ) αρχ. κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι … Dictionary of Greek